- ἐξενάριξε
- ἐξεναρίζωstripaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐξεναρίζωstripaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξεναρίζω — ἐξεναρίζω (Α) 1. σκυλεύω, αφαιρώ τα όπλα σκοτωμένου αντιπάλου («τεύχεά τ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα», Ομ. Ιλ.) 2. σκοτώνω («τὸν μὲν ἄρ ἐξενάριξε», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek